καταβιώ

καταβιώ
καταβιῶ, -όω (Α)
1. περνώ τη ζωή μου, διαβιώ
2. φέρνω τη ζωή μου στο τέλος, φθάνω στο τέλος τού βίου μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βιῶ «ζω, περνώ τη ζωή μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταβιῷ — καταβιάζομαι fut opt act 3rd sg καταβιάζω subdue by force fut opt act 3rd sg καταβιόω pass one s life aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβίωσις — καταβίωσις, ἡ (Α) [καταβιώ] 1. το τέλος τής ζωής 2. η έδρα, το μέρος, η κατοικία όπου κάποιος διαμένει, όπου ζει …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβιώ — όω, Α ζω με κάτι ή μαζί με άλλον («ή κακία τοῑς πολλοίς συγκαταβιοῑ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταβιῶ «περνώ τη ζωή μου, διαβιώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”